- εὐγέωργος
- εὐγέωργοςeasy to cultivatemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευγέωργος — εὐγέωργος, ον (Α) 1. ο ευγεώργητος 2. αυτός που εύκολα μπορεί να διαδοθεί με τη διδασκαλία («αἱ γὰρ εὐγενεῑς γνῶμαι εὐγέωργοι τυγχάνουσιν», Ιωάνν. Χρυσ.) … Dictionary of Greek
εὐγέωργοι — εὐγέωργος easy to cultivate masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)